χρυσόλοφος

χρυσόλοφος
ο / χρυσόλοφος, -ον, ΝΑ, θηλ. και χρυσολόφα Α
νεοελλ.
ζωολ. γένος πτηνών με πολύχρωμα λοφία
αρχ.
1. αυτός που έχει χρυσό λοφίο
2. (το θηλ. στον τ. χρυσολόφα) προσωνυμία τής Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -λόφος (< λόφος «λοφίο»), πρβλ. χαλκό-λοφος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysolophus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρυσολόφου — χρυσόλοφος with golden crest masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσολόφους — χρυσόλοφος with golden crest masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόλοφοι — χρυσόλοφος with golden crest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”