- χρυσόλοφος
- ο / χρυσόλοφος, -ον, ΝΑ, θηλ. και χρυσολόφα Ανεοελλ.ζωολ. γένος πτηνών με πολύχρωμα λοφίααρχ.1. αυτός που έχει χρυσό λοφίο2. (το θηλ. στον τ. χρυσολόφα) προσωνυμία τής Αθηνάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -λόφος (< λόφος «λοφίο»), πρβλ. χαλκό-λοφος. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysolophus].
Dictionary of Greek. 2013.